νεόρρυτος

νεόρρυτος
(I)
νεόρρυτος, -ον (Α)
αυτός που χύθηκε πρόσφατα, φρεσκοχυμένος («ὁρῶ... νεορρύτους πηγὰς γάλακτος», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -ρρυτος (< ῥέω), πρβλ. αιμό-ρρυτος, μελί-ρρυτος].
————————
(II)
νεόρρυτος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για ξίφος) αυτός που τραβήχθηκε πρόσφατα, που μόλις σύρθηκε από το θηκάρι του («σὺν νεορρύτῳ ξίφει», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -ρρυτος (< ῥύομαι «έλκω, σύρω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • νεόρρυτον — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc sg νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc sg νεόρρῡτον , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc sg νεόρρῡτον , νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορρύτοις — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl νεορρύ̱τοις , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορρύτοισι — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) νεορρύ̱τοισι , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορρύτοισιν — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) νεορρύ̱τοισιν , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορρύτους — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc pl νεορρύ̱τους , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεορρύτῳ — νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat sg νεορρύ̱τῳ , νεόρρυτος fresh flowing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόρρυτα — νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc pl νεόρρῡτα , νεόρρυτος fresh flowing neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”